- πλειών
- -ῶνος, ὁ, Απλήρης χρόνος ή χρονική περίοδος, έτος.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πλειών παραδίδεται από τον Ησύχιο με σημ. «πλείωνὁ ἐναιαυτόςἀπὸ τούς καρπούς τῆς γῆς συμπληροῦσθαι». Πολλοί έδωσαν στη λ. τη σημ. «καρπός, σπόρος» και τήν συνέδεσαν με τον τ. που επίσης παραδίδει ο Ησύχιος «πλειόνεισπείρει» (ο τελευταίος όμως έχει διορθωθεί σε πλείονιπλήρεις). Τη λ. δανείστηκαν οι Αλεξανδρινοί με σημ. «πλήρης χρόνος, έτος». Σύμφωνα με την τελευταία άποψη, η λ. παράγεται από το επίθ. πλέως / πλεῖος «πλήρης» (< πίμπλημι*) με επίθημα -ών (πιθ. κατά τα ονόματα τών μηνών σε -ών, πρβλ. Ανθεστηρίων, Πλυντηρίων].
Dictionary of Greek. 2013.